- υποτροπίαση
- η, Νυποτροπιασμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποτροπιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποτροπίασις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποτροπίαση — η η υποτροπή (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποτροπιάσῃ — ὑποτροπιάζω return again aor subj mid 2nd sg ὑποτροπιάζω return again aor subj act 3rd sg ὑποτροπιάζω return again fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανακύλημα — το [ξανακυλώ] 1. κύλημα ενός πράγματος για άλλη μια φορά 2. σκάψιμο τού εδάφους σε βάθος 3. (για νόσο ή νοσούντα) υποτροπή, υποτροπίαση … Dictionary of Greek
επίταση — η 1.αύξηση της τάσης, μεγαλύτερη ένταση, ενδυνάμωση: Επίταση του ψύχους. 2. (για αρρώστια), επιδείνωση, χειροτέρευση, υποτροπίαση. 3. στο συντακτικό, η ενίσχυση της έννοιας όρου της πρότασης με ειδικές λέξεις (π.χ. του και) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποτροπή — η 1. επάνοδος στα ίδια, επανεμφάνιση, επανάληψη. 2. (ιατρ.), η επανεμφάνιση της ίδιας αρρώστιας μετά την ανάρρωση, υποτροπίαση, υποτροπιασμός, το ξανακύλισμα. 3. (νομ.), η επανάληψη της ίδιας αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)